ἀνελίξας

ἀνελίξας
ἀνελίξᾱς , ἀνελίσσω
unroll
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
ἀνελίξᾱς , ἀνελίσσω
unroll
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λογοθέσιος — λογοθέσιος, ία, ον (AM) [λογοθέτης] 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ λογοθέσιον α) το αρχείο ή το αξίωμα τού λογοθέτη β) η μεταθανάτια λογοδοσία τών ανθρώπων στον Θεό για τις πράξεις τους, η ημέρα τής κρίσεως 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λογοθέσια τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”